Το σύνδρομο de Quervain ή τενοντοελυτρίτιδα de Quervain είναι μια τενοντίτιδα του ελύτρου που περιβάλλει τους δύο τένοντες που ελέγχουν την κίνηση του αντίχειρα. Τα συμπτώματα είναι πόνος στην κερκιδική πλευρά του καρπού, σπασμοί, περιστασιακή αίσθηση καψίματος στο χέρι, πρήξιμο πάνω από την πλευρά του αντίχειρα του καρπού, και η δυσκολία πιασίματος με την πάσχουσα πλευρά του χεριού. Η έναρξη της νόσου είναι συχνά σταδιακή. Ο πόνος επιδεινώνεται με την κίνηση του αντίχειρα και του καρπού, και μπορεί να επεκταθεί στον αντίχειρα ή το αντιβράχιο.
Η αιτία του συνδρόμου de Quervain δεν είναι γνωστή. Στοιχεία σχετικά με πιθανή σχέση με επαγγελματικούς παράγοντες είναι υπό συζήτηση. Εργαζόμενοι που εκτελούν ταχείες επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες που αφορούν τσίμπημα, κράτημα, έλξη ή ώθηση έχουν θεωρηθεί ότι είναι αυξημένου κινδύνου. Ειδικές δραστηριότητες που έχουν αναφερθεί ως πιθανοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την εντατική χρήση ποντικιού υπολογιστή και πληκτρολογίου, καθώς και κάποια χόμπι, συμπεριλαμβανομένων των μπόουλινγκ, γκολφ, ψαρέματος, του πιάνου, του ραψίματος και του πλεξίματος.
Το σύνδρομο de Quervain διαγιγνώσκεται κλινικά, με βάση το ιστορικό και φυσική εξέταση, ενώ διαγνωστικές απεικονίσεις, όπως ακτινογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να αποκλειστεί κάταγμα, αρθρίτιδα, ή άλλες αιτίες, με βάση το ιστορικό του ασθενούς. Το ειδικό τεστ Finkelstein είναι μια φυσική εξέταση ελιγμών που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του συνδρόμου.