Ως σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής ορίζεται η πρόσκρουση της κεφαλής του βραχιονίου στο ακρώμιο και αποτελεί το κύριο μηχανικό παράγοντα που προκαλεί αρχικά την προστριβή των τενόντων που καλύπτουν την κεφαλή του βραχιονίου και στη συνέχεια τη ρήξη τους.
Το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής αποτελεί τη συχνότερη αιτία πόνου στην περιοχή του ώμου. Είναι συνήθως συνέπεια τραυματισμού λόγω υπέρχρησης του ώμου, κυρίως σε άτομα που ασχολούνται με αθλήματα ρίψεων (π.χ. μπέιζμπολ, σφυροβολία ακόντιο), αλλά και αθλήματα όπως το βόλεϊ, η κολύμβηση και το πόλο. Σε ηλικιωμένα άτομα είναι συνήθως εκφυλιστικής αιτιολογίας. Η μείωση του χώρου που φυσιολογικά υπάρχει μεταξύ του ακρωμίου και της κεφαλής του βραχιονίου, συνήθως λόγω ανώμαλου σχήματος του ακρωμίου, είναι ένας ακόμη παράγοντας πρόσκρουσης.
Στα αρχικά στάδια του συνδρόμου, τα συμπτώματα είναι σχετικά ήπια και αντιμετωπίζονται συνήθως με απλά παυσίπονα. Καθώς, όμως, η νόσος εξελίσσεται, ο πόνος επιδεινώνεται και εμφανίζεται ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο ασθενής παραπονιέται για έντονο πόνο στην έξω επιφάνεια της ωμικής ζώνης, κατά την ανύψωση και απαγωγή του άνω άκρου και ιδιαίτερα σε κινήσεις που γίνονται με το χέρι πάνω από το επίπεδο του κεφαλιού.
Η διάγνωση του σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής γίνεται με ακτινογραφία, υπερηχογράφημα και μαγνητική τομογραφία. Από τον κλασικό ακτινολογικό έλεγχο μπορεί να αποκαλυφθεί μείωση της απόστασης μεταξύ της κεφαλής του βραχιονίου οστού και του ακρωμίου. Με το υπερηχογράφημα μπορεί να διαγνωστεί η φλεγμονή του ορογόνου θυλάκου και των υποκείμενων τενόντων του στροφικού πετάλου. Η μαγνητική τομογραφία δίνει τις περισσότερες πληροφορίες για την άρθρωση του ώμου. Παρέχει λεπτομερή απεικόνιση του υπακρωμιακού χώρου, των αρθρικών επιφανειών, των τενόντων και των μυών της περιοχής.