Ρήξη υπερακανθίου είναι η επώδυνη κατάσταση κατά την οποία ο τένοντας του υπερακανθίου στον ώμο έχει κοπεί/αποκολληθεί από την κατάφυση του στο βραχιόνιο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ανεπαρκεί κατά τη διάρκεια της κίνησης της απαγωγής, αλλά και της πρόσθιας κάμψης, οπότε ο ασθενής να χάνει μυϊκή ισχύ και κυρίως έχει έντονο πόνο σε καθημερινές κινήσεις. Ο πόνος αρχικά εμφανίζεται μόνον κατά την κίνηση και σταδιακά και σε ηρεμία.
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως σε ηλικίες άνω των 30 ετών. Σε ηλικίες άνω των 45, εμφανίζονται και ρήξεις μερικού πάχους. Οι ρήξεις πλήρους πάχους συνήθως εμφανίζονται μετά τα 50-55 έτη. Συσχέτιση αναφέρεται σε ασθενείς που πάσχουν από θυρεοειδοπάθειες, ή σακχαρώδη διαβήτη.
Ο πόνος της τενοντοπάθειας του ώμου εμφανίζεται χαρακτηριστικά κατά τις νυκτερινές ώρες, δυσχεραίνοντας την ποιότητα του ύπνου.Το αίτιο της ρήξης είναι συνήθως η εκφύλιση-γήρανση του τένοντα, ενώ είναι δυνατόν ένας τραυματισμός να επιδεινώσει την κατάσταση.
Η διάγνωση γίνεται με την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με τη Μαγνητική Τομογραφία (MRI). Η ρήξη του τένοντα μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Το κατά πόσο ένας ασθενής θα ακολουθήσει το δρόμο της εγχειρητικής ή της συντηρητικής αγωγής εξαρτάται κυρίως από τη λειτουργικότητα της άρθρωσης του ώμου και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην ποιότητα ζωής του.