Η οσφυαλγία, από τις λέξεις οσφύς (μέση) και άλγος (πόνος), ή λουμπάγκο, χαμηλός πόνος στη πλάτη, είναι σύμπτωμα που αφορά κάθε πόνο στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης (στη μέση), ανεξάρτητα από την αιτία που τον προκαλεί και από την οποία το 80% των ανθρώπων επηρεάζεται κάποια στιγμή στη ζωή τους.[1] Ενοχοποιείται για το περίπου 25% των προσωρινών αναπηριών και το 40% των μόνιμων, γι΄ αυτό και ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται παγκοσμίως στην πρόληψή της. Είναι συχνότερη στην 4η και 5η δεκαετία της ζωής και συνήθως οφείλεται σε εκφύλιση των κατώτερων οσφυϊκών διαστημάτων που είναι τα πιο κινητά. Συχνά η εκφύλιση ξεκινάει από έναν ή περισσότερους μεσοσπονδύλιους δίσκους, (δισκοκήλη) και στη συνέχεια ακολουθεί εκφύλιση των σπονδυλικών αρθρώσεων, που προκαλεί αστάθεια και στένωση του σπονδυλικού σωλήνα.
Ταυτόχρονα με την οσφυαλγία, μία κήλη δίσκου μπορεί να πιέσει και κάποιο νεύρο (νευρική ρίζα) και με αποτέλεσμα πόνο στο πόδι, που είναι γνωστός με τον όρο «ισχιαλγία». Πολλές μελέτες έχουν δημοσιευτεί διεθνώς για το αν υπάρχουν τρόποι όπου μπορεί κανείς να αποφύγει τα συμπτώματα της οσφυαλγίας και τα χρόνια προβλήματα της μέσης. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι συχνά υπάρχουν γενετικές και εμβιομηχανικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, πράγμα που καθιστά ορισμένους πιο ευπαθείς σε προβλήματα με τη μέση τους. Επίσης υπάρχουν και κάποιες σοβαρότερες παθήσεις (π.χ. όγκοι, κατάγματα, φλεγμονές), που μπορεί αρχικά να εμφανιστούν με μία οσφυαλγία. Η οσφυαλγία μπορεί να είναι είτε οξεία, υπο-οξεία ή χρόνια σε διάρκεια. Με τα συντηρητικά μέτρα, τα συμπτώματα του χαμηλού πόνου στην πλάτη συνήθως παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση μέσα σε λίγες εβδομάδες από την έναρξη.