H oστεοπόρωση είναι ένα νόσημα που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή, που οφείλεται σε μείωση της οστικής πυκνότητας και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών, με αποτέλεσμα αυξημένη ευθραυστότητα και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Περίπου 1 στις 3 γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών και 1 στους 5 άνδρες θα πάθουν ένα οστεοπορωτικό κάταγμα. Τα οστεοπορωτικά κάταγμα αποτελούν παγκοσμίως τη δεύτερη αιτία σωματικής ανικανότητας και θνητότητας.
Στις γυναίκες η οστεοπόρωση αρχίζει συνήθως μετά την εμμηνόπαυση. Χαμηλή όμως οστική μάζα μπορεί να εμφανίσουν και γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση ακόμα και παιδιά όταν συνυπάρχουν νοσήματα ή λαμβάνουν φάρμακα που επηρεάζουν την οστική μάζα. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται ότι η οστεοπόρωση αφορά και τους άνδρες. Πολύ γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμφανίζεται στις μεγαλύτερες ηλικίες άνω των 65 ετών, ενώ στις νεότερες ηλικίες σχετίζεται με παθολογικά προβλήματα, κυρίως υπογοναδισμό, είτε με την λήψη φαρμάκων.
Η οστική απώλεια συμβαίνει σταδιακά και συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα μέχρι να συμβεί το πρώτο κάταγμα. Τα πιο συχνά οστεοπορωτικά κατάγματα αφορούν τη σπονδυλική στήλη, τα ισχία και τους καρπούς. Από τα οστεοπορωτικά κατάγματα, τα σπονδυλικά κατάγματα έχουν σημαντική θνησιμότητα και νοσηρότητα (πόνο, παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης κ.α ), ενώ τα κατάγματα του ισχίου αποτελούν την πιο σοβαρή επιπλοκή της οστεοπόρωσης.
Παράγοντες κινδύνου :
- Ηλικία
- Φύλο
- Ιστορικό κατάγματος
- Κάπνισμα
- Χαμηλό σωματικό βάρος (κάτω από 57kgr)
- Χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου
- Κατάχρηση αλκοόλ
- Πρόωρη εμμηνόπαυση
- Παρατεταμένη αμηνόρροια πριν την εμμηνόπαυση
- Ανεπαρκής σωματική άσκηση ή παρατεταμένη ακινητοποίηση